- σουλτανικός
- η , ό[ν] султанский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σουλτανικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουλτάνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλτάνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Βαλέτα, Ιήτη] … Dictionary of Greek
σουλτανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σουλτάνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)