σουλτανικός

σουλτανικός
η , ό[ν] султанский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σουλτανικός" в других словарях:

  • σουλτανικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σουλτάνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουλτάνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Βαλέτα, Ιήτη] …   Dictionary of Greek

  • σουλτανικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σουλτάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»